- θερμοχρώματα
- Ονομασία ορισμένων οργανομεταλλικών ενώσεων, που δίνουν ενδείξεις για τη θερμοκρασία ενός χώρου με την αλλαγή του χρώματός τους, εξαιτίας του σχηματισμού έγχρωμων οξειδίων. Τα θ. είναι παράγωγα του κοβαλτίου, του χρωμίου, του νικελίου κλπ., αναμεμειγμένα με βερνίκια και σχηματίζουν τα οξείδιά τους σε ορισμένες περιοχές θερμοκρασιών.
Dictionary of Greek. 2013.